αυσταλέος

αυσταλέος
αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος
2. διψασμένος, διψαλέος
3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο
4. ξεραμένος, μαραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ- (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») + (επίθημα) -αλέος* (πρβλ. αζαλέος, αυαλέος, ισχαλέος, οπταλέος κ.ά.). Ο τ. απαντά και ως αϋσταλέος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αὐσταλέος — dried up masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυσταλέος — αὐσταλέος dried up masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέα — αὐσταλέος dried up neut nom/voc/acc pl αὐσταλέᾱ , αὐσταλέος dried up fem nom/voc/acc dual αὐσταλέᾱ , αὐσταλέος dried up fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέον — αὐσταλέος dried up masc acc sg αὐσταλέος dried up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέης — αὐσταλέος dried up fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέοι — αὐσταλέος dried up masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέου — αὐσταλέος dried up masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέους — αὐσταλέος dried up masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐσταλέῳ — αὐσταλέος dried up masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀυσταλέη — αὐσταλέος dried up fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”