- αυσταλέος
- αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, -α, -ον (Α)1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος2. διψασμένος, διψαλέος3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο4. ξεραμένος, μαραμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ- (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») + (επίθημα) -αλέος* (πρβλ. αζαλέος, αυαλέος, ισχαλέος, οπταλέος κ.ά.). Ο τ. απαντά και ως αϋσταλέος].
Dictionary of Greek. 2013.